Οι ρίζες του αλυτρωτισμού της FYROM και η Αριστερά.
Με αφορμή την συζήτηση για το «μακεδονικό», το θέμα του αλυτρωτισμού της FYROM σπάνια εξετάζεται και στην ιστορική του διάσταση. Διάσταση όμως απαραίτητη και για την κατανόηση του αλλά και για τη εξαγωγή πολιτικών συμπερασμάτων και τακτικών. Ιδιαίτερα για όσους ενδιαφέρονται να μη συρθούν ούτε στην ουρά του ευρωατλαντικού κοσμοπολιτισμού ούτε στου (alter ego του) ευρωατλαντικού εθνικισμού.
Στη θεμελίωση του αλυτρωτισμού της FYROM θα παρατηρήσουμε τόσο τον πρωταγωνιστικό ρόλο της Τιτοϊκής ηγεσίας όσο και του …ΝΑΤΟ.
Μέχρι και τα τέλη του 1943, και το δεύτερο συνέδριο του «Αντιφασιστικού Κόμματος της Απελευθέρωσης της Γιουγκοσλαβίας» (AVNOY), η ηγεσία των Γιουγκοσλάβων ανταρτών δεν χρησιμοποιούσαν τη λέξη Μακεδόνας ή μακεδονικός λαός. Σε όλα τα επίσημα κείμενα μιλούσαν μόνο για τον «αντιφασιστικό αγώνα των Σέρβων, των Κροατών και των Σλοβένων».
Το Νοέμβριο όμως του 1943 ο Τίτο αποφασίζει τη συγκρότηση της 1ης Μακεδονικής
Ταξιαρχίας. Μία βασική αιτία θεωρείται η προσπάθειά του να «μειώσει» την επιρροή του σερβικού στοιχείου στο ANVOY. Είναι ενδεικτικό της προτεραιότητας στην ενίσχυσή της, το ότι, μέχρι το τέλος του πολέμου τον Απρίλιο του 1945, ο «Λαϊκός Απελευθερωτικός Στρατός της Μακεδονίας» είχε αυξηθεί σε τρία Σώματα, επτά τμήματα και τριάντα ταξιαρχίες, με συνολικά 100.000 στρατιώτες και επικεφαλής τον Μιχαΐλο Απόστολσκι.
Τον Απρίλιο του 1944, μέσω του επικεφαλής της σοβιετικής αποστολής στην Ανώτατη Διοίκηση του Γιουγκοσλαβικού Εθνικού Απελευθερωτικού Στρατού, Korneev, ο Τίτο στρέφεται, μέσω επιστολής, προς τους Σοβιετικούς ηγέτες. Η επιστολή σηματοδοτεί την έναρξη της αλληλογραφίας μεταξύ του Τίτο, αφενός, και των Στάλιν και Μόλοτοφ, αφετέρου.
Το Σεπτέμβριο του 1944, τίθεται το θέμα της Βαλκανικής Ομοσπονδίας. (Η Βαλκανική ομοσπονδία ήταν η προσπάθεια απάντησης, τη δεκαετία του ’20, από την πλευρά της 3ης Διεθνούς, στο πολύπλοκο εθνικό θέμα της Βαλκανικής).
Οι σοβιετο-γιουγκοσλαβικές συνομιλίες
Τον Ιανουάριο του 1945 πραγματοποιήθηκαν στη Μόσχα οι σοβιετο-γιουγκοσλαβικές συνομιλίες. Η Γιουγκοσλαβική πλευρά εκπροσωπήθηκε σε επίπεδο κόμματος από τον Andrea Hebrand, και σε στρατιωτικό από τον αρχηγό της διοίκησης του Γιουγκοσλαβικού Εθνικού Απελευθερωτικού Στρατού, Άρσο Γιοβάνοβιτς. Η σοβιετική πλευρά εκπροσωπήθηκε από τους Στάλιν, Μόλοτοφ και τον στρατηγό Α. Κισελιόφ, ο οποίος αντικατέστησε τον Korneev ως επικεφαλής της Σοβιετικής στρατιωτικής αποστολής στη Γιουγκοσλαβία.
Η γιουγκοσλαβική αντιπροσωπεία μεταφέρει τις απόψεις-αξιώσεις του Τίτο για τη μεταπολεμική κατάσταση στη Βαλκανική και την κεντρική Ευρώπη. Η Γιουγκοσλαβία δηλώνει ότι ελπίζει να λάβει γενναιόδωρη αποζημίωση, καθώς έχει πληγεί ιδιαίτερα από τη ναζιστική κατοχή και καθώς όλοι οι γείτονές της στα δυτικά, βόρεια και ανατολικά (Ιταλία, Αυστρία, Ουγγαρία, Ρουμανία, Βουλγαρία) ήταν σύμμαχοι της Γερμανίας.
Το πρόγραμμα που εκθέτει ο Hebrand στον Στάλιν:
Οι αξιώσεις της Γιουγκοσλαβίας προς την Ουγγαρία είναι αποπληρωμές ύψους 900 εκατομμυρίων δολαρίων και μια εδαφική επέκταση που περιλαμβάνει την περιοχή της νοτιοανατολικής πόλης Pejch και το λιμάνι του Δούναβη Baia. Οι αξιώσεις προς την Αυστρία αφορούν την περιοχή της Καρινθίας. Προς την Ιταλία τη χερσόνησο της Ίστριας με την Τεργέστη. Προς τη Ρουμανία αφορούν την περιοχή της Τιμισοάρα και τον σιδηροδρομικό σταθμό Resita. Προς την Ελλάδα αξιώσεις στη Μακεδονία και το λιμάνι της Θεσσαλονίκης.
Η σοβιετική ηγεσία απαντά με αρνήσεις και ειρωνείες.
Για τις αξιώσεις απέναντι στην Ουγγαρία ο Στάλιν επισημαίνει ότι έχουν προηγηθεί προκαταρκτικές συμφωνίες των συμμάχων που ορίζουν μικρότερα ποσά για τις χώρες-δορυφόρους της Γερμανίας. Για τις εδαφικές διεκδικήσεις ο Στάλιν θέτει ειρωνικά το ερώτημα: «Οι Ούγγροι έχουν συμφωνήσει;».
Εξ ίσου ειρωνικά αντιμετωπίζει και τις διεκδικήσεις για τη χερσόνησο της Ίστριας και τη Τεργέστη.
Στη συνέχεια ρωτάει τη θέση των Γιουγκοσλάβων για την Ελλάδα. Ο Hebrand απαντά ότι «Η Γιουγκοσλαβία αναμένει να αποκτήσει την Μακεδονία με τη Θεσσαλονίκη. Αυτό το αίτημα δεν είχε τεθεί μέχρι τώρα για να μην έρθουμε σε σύγκρουση με τον ΕΛΑΣ». Ο Στάλιν επισημαίνει τον παραλογισμό των θέσεων του Τίτο λέγοντας: «Θα βρεθείτε σε σύγκρουση με τη Ρουμανία, την Ουγγαρία, την Ελλάδα, θα πολεμήσετε ολόκληρο τον κόσμο. Μια τέτοια θέση είναι παράλογη».
Κύριο θέμα όμως ήταν και οι σχέσεις Γιουγκοσλαβίας-Βουλγαρίας. Σύμφωνα με τον Hebrand, οι σχέσεις με τη Βουλγαρία εξελίσσονται αρνητικά, λόγω της άρνησης της Βουλγαρίας να δεχτεί το σχέδιο της Ομοσπονδίας. Ο Στάλιν απαντάει ότι αυτό το εγχείρημα είναι απαράδεκτο και δημιουργεί την εντύπωση ότι η Γιουγκοσλαβία προτίθεται να «καταπιεί» τη Βουλγαρία. Ο Hebrad κατηγορεί τον Georgi Dimitrov ότι δεν υπογράφει τη συμφωνία Ομοσπονδίας και αντ’ αυτού προσφέρει σύμβαση αμοιβαίας συνεργασίας.
Οι Γιουγκοσλάβοι ηγέτες είναι δυσαρεστημένοι. Σύμφωνα με τα σχέδιά τους, η συμφωνία της Ομοσπονδίας έπρεπε να υπογραφεί στις 31 Δεκεμβρίου 1944 και να ανακοινωθεί την 1η Ιανουαρίου 1945. Ο Στάλιν εκφράζει τη διαφωνία του δηλώνοντας ότι η Ομοσπονδία θα μπορέσει να δημιουργηθεί ακολουθώντας το αυστριακό-ουγγρικό μοντέλο, σε μια περίοδο 10-20 ετών.
Στη συζήτηση που ακολουθεί, οι Βούλγαροι εκπρόσωποι Κίμον Γκεόργκιεφ, Αντόν Γιούγκοφ και ο Πρέσβυς Ντιμίταρ Μιχάλτσεφ επιμένουν σε ένα σχέδιο διμερούς Ομοσπονδίας, ενώ οι γιουγκοσλάβοι εκπρόσωποι Μόσχε Πιαζάντ και Αντρέα Χέμπραντ επιμένουν ότι η Βουλγαρία πρέπει να συμμετάσχει στην Ομοσπονδία ισοδύναμα με τη Βοσνία και την Κροατία.
Ο Στάλιν στηρίζει τη βουλγαρική θέση:
«Η γιουγκοσλαβική πλευρά απλοποιεί το ζήτημα, διαγράφοντας το γεγονός ότι η Βουλγαρία είναι μια ήδη ανεξάρτητη χώρα…».
Σε αυτή τη φάση των συζητήσεων μπαίνει και το Θέμα της Μακεδονίας. Η Γιουγκοσλαβική πλευρά προκρίνει την ίδρυση ανεξάρτητου κράτους Μακεδονίας, ως όχημα για τα συνολικότερα σχέδια της στη περιοχή. Η σοβιετική ηγεσία αντιδρά και ο Στάλιν συνιστά την ενοποίηση των επιμέρους περιοχών εντός της Ομοσπονδίας και όχι στη δημιουργία ενός ανεξάρτητου κράτους.
Ουσιαστικά οι ρίζες της ρήξης Στάλιν-Τίτο έχουν τεθεί καθώς η σοβιετική ηγεσία δεν συναινεί στις ηγεμονικές βλέψεις του Τίτο. Αυτό που του αρνείται όμως η σοβιετική ηγεσία, ο Τίτο στρέφεται να το αναζητήσει στη Δύση. Μετά τη ρήξη Γιουγκοσλαβίας-ΕΣΣΔ οι ελληνογιουγκοσλαβικές σχέσεις αναθερμαίνονται ραγδαία. Η τραγική στάση της Γιουγκοσλαβικής ηγεσίας απέναντι στο ΔΣΕ, που φτάνεις το επίπεδο της ανοιχτής προδοσίας, είναι το πιο πειστικό «διαβατήριο» καλής θέλησης προς τις ΗΠΑ.
Ακολουθεί η υπογραφή των Τριμερών Συμφώνων, τη διετία 1953-1954, ανάμεσα στην Ελλάδα, τη Γιουγκοσλαβία και την Τουρκία, κορωνίδα της στροφής της Γιουγκοσλαβικής ηγεσίας προς το ΝΑΤΟ.
Στη διάρκεια των συναντήσεων Καραμανλή-Τίτο τον Ιούλιο του 1956 η σύγκλιση επιβεβαιώνεται, ενώ μπαίνει στο τραπέζι των συζητήσεων και μια «πιο στενή σχέση της Γιουγκοσλαβίας με το ΝΑΤΟ».
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο θα πρέπει να αντιληφθούμε και τη στάση ανοχής των ελληνικών κυβερνήσεων απέναντι στις επίσημες αλυτρωτικές θεωρίες της γιουγκοσλαβικής πλευράς. Θεωρίες που είχαν πλέον σαν κύριο στόχο τον άξονα Μόσχας-Σόφιας και την ακύρωση οποιασδήποτε υπόνοιας βουλγαρικής ταυτότητας των σλαβικής καταγωγής κατοίκων της Μακεδονίας.
Συμπερασματικά:
1) Ο αλυτρωτισμός στη FYROM θα πρέπει να αναζητηθεί αρχικά στις προσπάθειες της Τιτοϊκής ηγεσίας να κυριαρχήσει εντός του κινήματος αντίστασης απέναντι στο σερβικό στοιχείο. Στοιχείο που, αντικειμενικά πιο πλειοψηφικό, θα μπορούσε να αμφισβητήσει την ηγετική ομάδα. Η ένταση των αντιθέσεων αυτών αποκαλύφθηκε μετά τη ρήξη Βελιγραδίου-Μόσχας, όταν χιλιάδες στελέχη και μέλη του κόμματος και του στρατού, δώσανε ένοπλες μάχες ενάντια στον γιουγκοσλαβικό στρατό και περάσανε σε σχηματισμούς στις Λαϊκές Δημοκρατίες. Δεκάδες χιλιάδες επίσης διώχθηκαν και εξορίστηκαν.
2) Οι ηγεμονικές βλέψεις της Τιτοϊκής ηγεσίας, τόσο στο χώρο της Βαλκανικής, όσο και της κεντρικής Ευρώπης δεν έγιναν δεχτές από τη σοβιετική ηγεσία και αποτέλεσαν τη σοβαρότερη αιτία της ρήξης. Στο πλαίσιο αυτό ο «μακεδονικός» αλυτρωτισμός ήταν τμήμα μιας συνολικότερης λογικής ηγεμονίας, τόσο απέναντι στη Βουλγαρία όσο και στην Ελλάδα.
3) Μετά τη ρήξη Τίτο- Στάλιν, ο αλυτρωτισμός έγινε αποδεκτός από την επίσημη ελληνική ηγεσία, στα πλαίσια της προσέγγισης Τίτο-ΝΑΤΟ και της προσπάθειας δημιουργίας προβλημάτων στον άξονα Σόφιας-Μόσχας.
4) Οι εθνικισμοί στα Βαλκάνια δεν πρέπει να αντιμετωπίζονται στο επίπεδο των ποσοτικών μεγεθών. Η αξιοποίηση του UCK είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα. Οι εθνικισμοί στα Βαλκάνια πηγάζουν από τις αστικές τάξεις της περιοχής, απαιτείται όμως και η έξωθεν ιμπεριαλιστική ενίσχυση τους, ώστε να αναδυθούν στο επίπεδο του κινδύνου. Ο ιμπεριαλισμός θα τους αξιοποιήσει, όποτε και εάν, για τα δικά του στρατηγικά σχέδια.
5) Όση ανάγκη έχει ο ιμπεριαλισμός τους εθνικισμούς, ώστε να «βασιλεύει, διαιρώντας», άλλο τόσο ανάγκη έχει και τα εθνικά κράτη μειωμένης ισχύος και κυριαρχίας. Κόσοβο, Ιράκ, Λιβύη, Συρία είναι χαρακτηριστικά δείγματα μιας λογικής.
6) Μέσα σε αυτό το στρατηγικό σχεδιασμό του ευρωτλαντικού ιμπεριαλισμού, το δίπολο «πατριδο-αρνητισμός (κοσμοπολιτισμός)/εθνικισμός» αποτελεί όχημα, φαινομενικά μόνο αντιφατικό/αντιθετικό. Και η αριστερά οφείλει να διεξάγει απέναντί του σκληρό αγώνα, με τη δική της ατζέντα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου