Ένα μοναδικό γεγονός για τη σύγχρονη τέχνη ήταν αυτό που
επινόησε ένας ρώσος καλλιτέχνης. Ηταν το 1915 όταν ο Καζιμίρ Μαλέβιτς ζωγράφισε το «Μαύρο
τετράγωνο», ένα αντικείμενο το οποίο έγινε σύμβολο
και έμβλημα της παγκόσμιας
πρωτοπορίας στη ζωγραφική. Η έμπνευσή του αυτή άσκησε επίδραση σε όλα τα
ρεύματα της τέχνης και όχι μόνο σε εκείνο των γεωμετρικών αφηρημένων μορφών. Την έννοια του «κάνε γεγονός για την τέχνη αυτό, το οποίο δεν πέρασε από το μυαλό κανενός άλλου να κάνει πριν από σένα», μπορεί να τη βρει κανείς όχι μόνο στον «Ουρητήρα» του Μαρσέλ Ντυσάν που εκτέθηκε το 1917, αλλά και στη μουσική «θεωρία της διεξόδου» του Άρνολντ Σένμπεργκ καθώς και στη μυστηριώδη σιωπή του «4.33» του Τζων Κέιτζ. Και πολλά ακόμη. Από το ντανταϊστικό καμπαρέ ως τη «φτωχή τέχνη» (arte povera).
Σε παγκόσμιο επίπεδο, οι ρώσοι καλλιτέχνες δεν ξεχωρίζουν
τόσο πολύ ως ζωγράφοι, αλλά ένας Μαλέβιτς ήταν αρκετός για να αναγνωριστεί η
ρωσική συμβολή στον πολιτισμό ως παγκόσμια. Ας θυμηθούμε όμως ότι εκείνα τα
χρόνια δημιουργούσε και ο Βασίλι Καντίνσκι, ένας καταπληκτικός αυτοδημιούργητος
καλλιτέχνης, ο οποίος κοντά στα 40 του εγκατέλειψε τη θέση του λέκτορα
οικονομικών για χάρη της ζωγραφικής παλέτας και έγινε ένας από τους πατέρες και
θεωρητικούς της αφηρημένης ζωγραφικής.
Η περίπτωση Μέλνικοφ
Στην ίδια κατηγορία εντάσσεται αρμονικά και ο τρίτος μεγάλος
εκκεντρικός της ρωσικής πρωτοπορίας, η οποία γνώρισε την άνθισή της μερικά
χρόνια πριν την επανάσταση του 1917 και έσβησε λίγο μετά την ολοκλήρωσή της. Ο
Κονσταντίν Μέλνικοφ αναγνωρίστηκε ως ο καλύτερος σχεδιαστής-αρχιτέκτονας στη
ρωσική ιστορία. Η τύχη του ανθρώπου αυτού είναι το ίδιο εκπληκτική με τις
κατασκευές του. Παιδί από πολύτεκνη οικογένεια σταθμάρχη του σιδηροδρόμου,
έπιασε δουλειά υπό την προστασία ενός γνωστού Ελβετού της οικογένειας, στην
εταιρία ενός πλούσιου μηχανικού. Ένα χρόνο αργότερα υιοθετήθηκε ουσιαστικά από
τον εργοδότη του. Αυτός, πρόσεξε τις σπάνιες ικανότητές του νεαρού και του
πρόσφερε τη δυνατότητα να παρακολουθεί τα μαθήματα που έδιναν οι δάσκαλοι στα
παιδιά του και γενικότερα έκανε ό,τι χρειαζόταν για τη μόρφωσή του. Στα 15 του
ο Μέλνικοφ εισάγεται στο κορυφαίο πανεπιστήμιο τέχνης της πρωτεύουσας και στις
αρχές της δεκαετίας του 1920 γίνεται ο πιο γνωστός αρχιτέκτονας της Μόσχας. Ως
το 1936 έκτιζε συνεχώς, ενώ το κάθε κτίριο που σχεδίαζε και αποτελούσε ένα νέο
πείραμα, προκαλούσε μεγάλη αίσθηση, χαρίζοντάς του κατ’ αυτό τον τρόπο
παγκόσμια δόξα. Μέχρι το τέλος της ζωής του ο Μέλνικοφ σχεδίαζε «επί χάρτου»,
μένοντας σε ένα υπέροχο αρχοντικό στο κέντρο της Μόσχας που είχε τη μορφή δύο
συνδεδεμένων κυλίνδρων.
Από τον Μαλέβιτς στον Ντυσάν και τον ντανταϊσμό
Την έννοια του Καζιμίρ Μαλέβιτς «κάνε γεγονός για την τέχνη
αυτό, το οποίο δεν πέρασε από το μυαλό κανενός άλλου να κάνει πριν από σένα»,
μπορεί να τη βρει κανείς όχι μόνο στον «Ουρητήρα» του Μαρσέλ Ντυσάν που
εκτέθηκε το 1917, αλλά και στη μουσική «θεωρία της διεξόδου» του Άρνολντ
Σένμπεργκ καθώς και στη μυστηριώδη σιωπή του «4.33» του Τζων Κέιτζ. Και πολλά
ακόμη. Από το ντανταϊστικό καμπαρέ ως τη «φτωχή τέχνη» (arte povera).
Αν ρωτήσει κανείς έναν μορφωμένο Ευρωπαίο τι γνωρίζει για
τον ρωσικό πολιτισμό, το πρώτο που μάλλον θα αναφέρει είναι η κλασσική
λογοτεχνία του 19ου αιώνα. Ο Ευρωπαίος θα θυμηθεί πιθανότατα τα μυθιστορήματα
του Τολστόι, ο Αμερικάνος τον Ντοστογιέφσκι, ο θεατρόφιλος θα πει οπωσδήποτε
κάποια λόγια για τη θεατρική κληρονομιά του Τσέχοφ.
Και εδώ είναι το παράδοξο. Για τους Ρώσους, εκτός από αυτά
τα ονόματα, υπάρχουν από τον συγγραφικό χώρο ακόμη δύο-τρία συγκρίσιμα σε
μέγεθος ονόματα, τα οποία στη Δύση τα γνωρίζουν πολύ λιγότερο. Όσον αφορά τον
Αλεξάντρ Πούσκιν, τα πάντα είναι ξεκάθαρα. Αυτή η ιδιοφυία, σχεδόν από μόνη
της, στο ένα τέταρτο του αιώνα που δημιούργησε, «μετέφερε», ή μάλλον
ακριβέστερα, προσάρμοσε κάποιες χιλιάδες χρόνια δυτικής λογοτεχνίας -από την
αρχαία εποχή ως τους σύγχρονους- στο ρωσικό πολιτιστικό γόνιμο έδαφος,
προσδίδοντας σε όλα τα είδη που ανέπτυξε η Ευρώπη τα χαρακτηριστικά της εθνικής
μας ιδιομορφίας. Για τον ρώσο αναγνώστη το έργο του παραμένει πρότυπο γλώσσας
και στυλ, για τον Ευρωπαίο φαίνεται αρκετά συμπυκνωμένο, με αποτέλεσμα ο
εκπρόσωπος της τέχνης που μπόρεσε να χωρέσει σε μια ζωή δεκάδες εποχές, να του
φαίνεται παράξενος.
Όσον αφορά τους λαμπρούς σατιρικούς συγγραφείς Νικολάι
Γκόγκολ («Νεκρές ψυχές») και Νικολάι Λεσκόφ («Λιεβσά»), η κατάσταση δεν είναι
καθόλου σαφής. Τα έργα τους είναι γεμάτα κατά αμίμητο τρόπο με εθνικό χρώμα,
έχουν συναρπαστική υπόθεση, είναι πλούσια από καθημερινές και ψυχολογικές
λεπτομέρειες, και μπορούν να αποκαλύψουν πολλά για τη μυστηριώδη ρωσική ψυχή. Και
αποκαλύπτουν, αλλά μόνο για τους Ρώσους, τη στιγμή που στη Δύση τους ξέρουν
μόνο οι επαγγελματίες φιλόλογοι. Ίσως αυτό να οφείλεται στην ίδια τη δομή της
ρωσικής γλώσσας με το πλούσιο συντακτικό και τις μεγάλες δυνατότητες
σχηματισμού λέξεων. Τόσο στον Λεσκόφ, όσο και στον Γκόγκολ, άρεσε να παίζουν με
τις λέξεις και να δομούν τις φράσεις με τέτοιο τρόπο ώστε που τους ζήλευε και ο
Μαρσέλ Προυστ. Και παρότι τα έργα τους είναι περιπετειώδη και με περιεχόμενο,
στη μετάφραση χάνουν πάρα πολλά, όπως χάνουν και αυτά που έχουν γράψει οι Ζαν
Κοκτώ και Τόμας Έλιοτ.
Οι βιρτουόζοι της μουσικής
Ενώ η έλλειψη βαθιάς γνώσης εμποδίζει την πλήρη κατανόηση
των ρώσων συγγραφέων, δεν συμβαίνει το ίδιο με τη ρωσική μουσική γλώσσα. Η
ρωσική μουσική παραμένει κατανοητή σε όλους, μέσα από τα μπαλέτα και τις όπερες
του Τσαϊκόφσκι που περιλαμβάνονται στο ρεπερτόριο των κορυφαίων θεάτρων, από το
Σίδνεϋ ως τη Βοστώνη. Οι γνώστες εκτιμούν ιδιαίτερα και τη μουσική ήχου και
χρωμάτων του Αλεξάντρ Σκριάμπιν, ενώ ο κλασσικός πιανίστας δεν μπορεί να θεωρεί
τον εαυτό του πραγματικό βιρτουόζο αν δεν είναι σε θέση να εκτελέσει μερικά
έργα του Σεργκέι Ραχμάνινοφ.
Στον κινηματογράφο
Η Ρωσία μπορεί να είναι υπερήφανη και για όσα έχει κάνει
στον τομέα της σκηνογραφίας («Εποχές του Ντιάγκιλεφ») και στη θεωρία και
πρακτική της υποκριτικής τέχνης (ο Μιχαήλ Τσέχοφ που είχε μεταναστεύσει στις
ΗΠΑ έθεσε τα θεμέλιά της και στο Χόλυγουντ, επομένως ουσιαστικά σήμερα όλοι οι
ηθοποιοί λειτουργούν είτε «με το σύστημα του Στανισλάβσκι», είτε με το «σύστημα
του Τσέχοφ»), αλλά και στον κινηματογράφο (ποιός λάτρης του κινηματογράφου δεν
γνωρίζει τον Σεργκέι Αϊζενστάιν και τον Αντρέι Ταρκόφσκι!).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου